- ἰσωνία
- ἰσωνία, ἡ, (ὠνή)A the same price, cost price,
τῆς ἰ. Ar.Pax1227
; τᾶς ἰ. ἀπολυσάτω he shall release him at the original price, Milet.3 No.140.55 ([place name] Crete).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς ἰ. Ar.Pax1227
; τᾶς ἰ. ἀπολυσάτω he shall release him at the original price, Milet.3 No.140.55 ([place name] Crete).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰσωνία — ἰσωνίᾱ , ἰσωνία the same price fem nom/voc/acc dual ἰσωνίᾱ , ἰσωνία the same price fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισωνία — ἰσωνία, ἡ (Α) αρχική τιμή, τιμή κόστους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιερ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek
ἰσωνίας — ἰσωνίᾱς , ἰσωνία the same price fem acc pl ἰσωνίᾱς , ἰσωνία the same price fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek